- ατιμολόγητος
- -η, -οφρ. «ατιμολόγητα γραμματόσημα» — γραμματόσημα των οποίων οι τιμές δεν αναφέρονται στους τιμοκαταλόγους στους οποίους περιέχονται είτε γιατί δεν έγιναν εμπορικές πράξεις πάνω σ' αυτά και κατά συνέπεια ο εκδότης δεν γνωρίζει ποια τιμή θα τους δώσει είτε γιατί είναι τόσο σπάνια ώστε δεν έχουν εμπορική τιμή αλλά τιμή διάθεσης είτε γιατί εκδόθηκαν πριν την εκτύπωση των τιμοκαταλόγων, οπότε δεν είχαν ακόμη αποκτήσει εμπορική αξία.
Dictionary of Greek. 2013.